- τσάσκα
- η(λ. αραβ.)1. κύπελλο, φλιτζάνι, κούπα.2. το περιεχόμενο κυπέλλου: Ήπιε μια τσάσκα γάλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσάσκα — η, Ν (διαλ. τ.) 1. φλυτζάνι 2. συνεκδ. το περιεχόμενο ενός φλυτζανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. tšaška] … Dictionary of Greek
ceaşcă — CEÁŞCĂ, ceşti, s.f. 1. Vas mic de porţelan, de faianţă etc., cu gura largă, rotundă (şi cu toartă), servind la băut. 2. Cantitate care intră într o ceaşcă (1); conţinutul unei ceşti (1). – Din rus. ceaška. Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa:… … Dicționar Român